- φιλιππισμός
- ὁ, Α [φιλιππίζω]η ένταξη στην πολιτική μερίδα τών υποστηρικτών τού Φιλίππου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλιππισμοῦ — φιλιππισμός siding with Philip masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλιππισμόν — φιλιππισμός siding with Philip masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)